Η ιστορία της μαρμελάδας ξεκινά στην αρχαία Ελλάδα όπου οι πρόγονοί μας έφτιαχναν το μελίμηλον, έβραζαν δηλαδή σε σιγανή φωτιά κυδώνια με μέλι και έτσι τα διατηρούσαν. Παρατηρώντας ότι όταν το μίγμα όσο κρύωνε άρχιζε να πήζει, ανακαλύφθηκε η πηκτίνη.
Η παραγωγή της πρώιμης αυτής μαρμελάδας υιοθετήθηκε κι από τους Ρωμαίους, οι οποίοι την ονόμασαν melimelum. Στο βιβλίο του Απίκιου «De re culinaria» υπάρχει μια συνταγή για το πώς μπορούμε να συντηρήσουμε ολόκληρα κυδώνια βρασμένα σε μέλι και «έψημα», δηλαδή πετιμέζι. Την πρώτη γραπτή αναφορά στην μαρμελάδα την βρίσκουμε σε ένα Ρωμαϊκό βιβλίο μαγειρικής κι αργότερα στο βιβλίο του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου «Περί βασιλείου τάξεως», το οποίο δεν είναι μόνο μια πραγματεία σχετικά με τα αυτοκρατορικά δείπνα στο Βυζάντιο του 9ουαιώνα, αλλά και ένας κατάλογος με τρόφιμα και φαγητά, αναφέρει μεταξύ άλλων γλυκίσματα φτιαγμένα από κυδώνι και λεμόνι, καθώς και από τριαντάφυλλο, μήλο, δαμάσκηνο και αχλάδι.
Η μαρμελάδα στη συνέχεια εξελίχτηκε στη σημερινή της μορφή κατά τον 17οαιώνα. Με το πέρασμα των αιώνων, αν και η πρώιμη αυτή μαρμελάδα εξακολουθούσε να είναι πολύ αγαπητή, η λέξη «μελίμηλον– melimelum» χάθηκε από τις ευρωπαϊκές γλώσσες, για να κάνει ξανά την εμφάνισή της περί το 1500 στην πορτογαλική λέξη «marmelo», η οποία σημαίνει κυδώνι και κατ’ επέκταση το συγκεκριμένο παρασκεύασμα. Στη γαλλική γλώσσα έγινε «marmelade» και στην αγγλική «marmalade».
Οπως ήταν φυσικό, άρχισαν να παρουσιάζονται και παραλλαγές στην αρχική συνταγή. Στην Αγγλία των Τυδώρ πειραματίζονταν με πορτοκάλια και λεμόνια. Τον 18οαιώνα στη Σκωτία, στην πόλη Dundee, εμφανίζεται η μαρμελάδα πορτοκάλι (μαζί με το πρώτο εργοστάσιο μαρμελάδας) και η παράδοση θέλει τους Σκωτσέζους να είναι αυτοί που πρώτοι άρχισαν να την παρασκευάζουν στη σημερινή, γνωστή σ’ εμάς, πιο υδαρή μορφή.
Η μαρμελάδα, όπως όλα τα γλυκά που φτιάχνονται με φρούτα, ζάχαρη και νερό χρησιμεύει τόσο για τη συντήρηση και μακροπρόθεσμη χρήση των φρούτων μετά το τέλος της καρποφορίας τους, όσο και για την κατανάλωση φρούτων που δεν μπορούν να φαγωθούν ωμά, λόγω γεύσης (π.χ. το κυδώνι), αλλά και για την κατανάλωση τμημάτων του φρούτου που φυσιολογικά τα πετάμε όπως π.χ. η φλούδα των εσπεριδοειδών.